- σχιστολιθικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχιστόλιθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχιστόλιθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικ. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek